συνάφεια

συνάφεια
Η ελκτική δύναμη που ασκείται από τα μόρια δύο επιφανειών που εφάπτονται. Τα μόρια των δύο επιφανειακών στρωμάτων έλκονται μόνο αν βρίσκονται σε αμοιβαία απόσταση της τάξης των μοριακών αποστάσεων, δηλαδή περίπου 1 / 100.000.000 του εκ. Μια τόσο προσεγγιστική επαφή πραγματοποιείται μόνο μεταξύ στερεών και υγρών. Το φαινόμενο γίνεται αμέσως αντιληπτό, όταν ένα στερεό ανασύρεται από ένα υγρό και διατηρεί σταγόνες στις επιφάνειες του. Οι δυνάμεις σ. αποσπούν από τη μάζα του υγρού σταγονίδια, τα οποία συγκρατούνται προσκολλημένα πάνω στο στερεό.
* * *
η, ΝΜΑ, και ιων. τ. ξυναφίη και αττ. τ. ξυνάφεια Α [συναφής]
1. το να είναι κάτι συναφές με άλλο, άμεση επαφή
2. στενή φιλική ή άλλη σχέση (α. «δεν έχω καμιά συνάφεια μαζί του» β. «ἡ συνάφεια τοῡ πρὸς ἡμᾱς γένους», Φάλ.)
3. αλληλεξάρτηση («δεν υπάρχει καμιά συνάφεια μεταξύ τών γεγονότων αυτών»)
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) συνεννόηση («βρίσκομαι σε συνάφεια μαζί του εδώ και μία βδομάδα»)
2. (ψυχολ.) η μη ύπαρξη αντίφασης σε ένα άτομο μεταξύ τών στάσεων και τών τρόπων συμπεριφοράς του ή σε ένα σύστημα μεταξύ τών διαφόρων στοιχείων του
3. φυσ. δύναμη που αντιτίθεται κατά τον διαχωρισμό δύο σωμάτων τα οποία βρίσκονται σε επαφή
4. (ποιν. δίκ.) σχέση μεταξύ συγκεκριμένων αξιόποινων πράξεων η διαπίστωση τής οποίας εκ μέρους τού δικαστηρίου οδηγεί στην συνεκδίκασή τους, κατά παρέκκλιση από τη γενική καθ' ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητα τού δικαστηρίου
5. (αστ. δίκ.) ένωση κινητών πραγμάτων παραγωγική νέου πράγματος, τού οποίου τα ενωθέντα, αρχικώς, πράγματα καθίστανται συστατικά
6. φρ. α) «θεωρία συνάφειας»
(ψυχολ.) θεωρία τής μάθησης η οποία υποστηρίζει ότι η μόνη αναγκαία συνθήκη για τη συνδετική σχέση ή τον συνειρμό μεταξύ ερεθισμάτων και αντιδράσεων είναι η ύπαρξη μιας στενής χρονικής σχέσης μεταξύ τους
β) «νόμος συνάφειας» ή, απλώς, «συνάφεια»
(ψυχολ.) βασικός νόμος τής συνειρμικής μάθησης, σύμφωνα με τον οποίο, όταν δύο ερεθίσματα ή γεγονότα παρουσιάζονται μαζί στον χώρο ή στον χρόνο, τότε συνδέονται συνειρμικά κατά τρόπο ώστε η επανεμφάνιση τού ενός να ανακαλεί το άλλο
μσν.
ταυτότητα θρησκευτικών πεποιθήσεων
μσν.-αρχ.
1. ερωτικό σμίξιμο, συνουσία
2. εκκλ. αρμονική συνεργασία, σύμπνοια τού σώματος τής Εκκλησίας στο σύνολό του
αρχ.
1. συνένωση, σύνδεση
2. ένωση δύο ανθρώπων με τα δεσμά τού γάμου
3. συμβολή ποταμών στα στόμιά τους
4. αστρολ. (για αστέρες) σύζευξη
5. ιατρ. επικίνδυνη κατάσταση, κρίση
6. γραμμ. α) ο σύνδεσμος
β) το πολυσύνδετο σχήμα λόγου
7. (μετρ.) η συνεχής επανάληψη τού ίδιου ρυθμού στο αναπαιστικό ή ιωνικό σύστημα
8. (για μέταλλα) χώνευση
9. εκκλ. η πνευματική ένωση που πραγματοποιείται τόσο μεταξύ τών πιστών όσο και ανάμεσα στον θεό και τους πιστούς και η οποία εξασφαλίζεται χάρη στην τέλεση τών μυστηρίων και, κυρίως, τού βαπτίσματος
10. φρ. «ἀρίθμησις κατὰ συνάφειαν» — απαρίθμηση που γίνεται με σύζευξη έτσι ώστε η τελευταία σειρά να είναι η πρώτη τής επομένης (Γαλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συναφείᾳ — συναφείᾱͅ , συνάφεια combination fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνάφεια — combination fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνάφεια — η άμεση σχέση, αλληλεξάρτηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συναφείας — συναφείᾱς , συνάφεια combination fem acc pl συναφείᾱς , συνάφεια combination fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνάφεια — συνάφεια , συνάφεια combination fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναφείαι — συναφείᾱͅ , συνάφεια combination fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναφειῶν — συνάφεια combination fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναφείαις — συνάφεια combination fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνάφειαι — συνάφεια combination fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνάφειαν — συνάφεια combination fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”